Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το πεζογράφημα

  • 1 проза

    проза ж о πεζός λόγος, η πρόζα* художественная \проза το πεζογράφημα
    * * *
    ж
    ο πεζός λόγος, η πρόζα

    худо́жественная про́за — το πεζογράφημα

    Русско-греческий словарь > проза

  • 2 произведение

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > произведение

  • 3 в

    в
    (во) предлог с вин. и пред л. п.
    1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:
    в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;
    2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:
    в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);
    3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:
    я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;
    4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):
    в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;
    5. (при указании количественных признаков, размера, веса):
    дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;
    6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:
    превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;
    7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:
    произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι.

    Русско-новогреческий словарь > в

  • 4 прозаический

    проз||аи́ческий
    прил
    1. πεζογραφικός, ὁ πεζός:
    \прозаическийаи́че-ское произведение τό πεζογράφημα·
    2. (будничный) κοινός, πεζός.

    Русско-новогреческий словарь > прозаический

  • 5 сатира

    θ.
    η σάτιρα• χλευασμός•

    едкая δηκτική σάτιρα•

    шутливая сатира αστεία σάτιρα.

    || σατιρικό ποίημα ή πεζογράφημα.

    Большой русско-греческий словарь > сатира

См. также в других словарях:

  • πεζογράφημα — το γραπτό έργο σε πεζό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζογραφώ. Η λ. στον πληθ. πεζογραφήματα μαρτυρείται από το 1894 στον Κ. Κρυστάλλη] …   Dictionary of Greek

  • πεζογράφημα — το γραπτό έργο σε πεζό λόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονογράφημα — Πεζογράφημα, μάλλον σύντομο, που συνήθως πραγματεύεται επίκαιρα θέματα και εντάσσεται συχνά στον χώρο της λογοτεχνίας. Το χ. αναφέρεται στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα, στοχεύει μάλιστα σε ευρύτερες επιδιώξεις από τη συνηθισμένη… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρου (Μεγ-)φυλλάδα — Πεζογράφημα που εκδόθηκε το 1699 στη Βενετία, γνωστό και ως Ψευδοκαλλισθένειος φυλλάδα …   Dictionary of Greek

  • Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… …   Dictionary of Greek

  • κολόνα — I Οικισμός (35 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυθαγορείου του νομού Σάμου. II (Colonna). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών φεουδαρχών, ευγενών και λογίων, από τη Ρώμη. Οι Κ. απέκτησαν πλούτο και δύναμη και επηρέαζαν αποφασιστικά την… …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

  • Άμποτ, Γουλιέλμος — Αστροφυσικός, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (φυσική και αστρονομία) και μετεκπαιδεύτηκε στην αστροφυσική σε πανεπιστήμια του εξωτερικού (Μίσιγκαν, Αλάσκα, Παρίσι), ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Βάρναλης, Κώστας — (Πύργος, Βουλγαρία 1882 ή 1884 – Αθήνα 1974). Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Νέος ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί στο Δημόσιο ως δάσκαλος, το… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλειάδης, Νικόλαος — (Κωνσταντινούπολη 1867 – 1945). Γιατρός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχικά στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και στη συνέχεια στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αφού μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Βότση, Όλγα — (Πειραιάς 1922 –). Λογοτεχνικόψευδώνυμο της ποιήτριας και μεταφράστριας Όλγας Μπούκη Πλάτη. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Βόνης (ιστορία της τέχνης και γερμανική φιλολογία).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»